- προσέβαλλε
- προσβάλλωstrikeimperf ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παράλυση — (Ιατρ.). Oνομάζεται και πάρεση. Ο όρος π. σημαίνει την κατάλυση της εκούσιας ή ακούσιας (αντανακλαστικής ή αυτόματης) κινητικότητας, εξαιτίας της απώλειας της κινητικής λειτουργίας σε ένα οποιοδήποτε σημείο μεταξύ του φλοιού του εγκέφαλου και της … Dictionary of Greek
τσακίρης — Επώνυμο Κρητικών αγωνιστών. 1. Οπλαρχηγός από τη Μεσαρά, το όνομα του οποίου είναι άγνωστο. Διακρίθηκε σε πολλές μάχες της Κρήτης υπό τις διαταγές του Μιχαήλ Κουρμούλη σε όλη τη διάρκεια του Αγώνα (1821 30). Ήταν αδελφοποιός του οπλαρχηγού Μιχαήλ … Dictionary of Greek
θεσμοθέτες — Οι έξι από τους ανώτατους λειτουργούς της πολιτείας της αρχαίας Αθήνας οι οποίοι, μαζί με τον βασιλιά, τον πολέμαρχο και τον επώνυμο άρχοντα, αποτελούσαν τους εννέα ενιαύσιους άρχοντες. Το λειτούργημα του θ. καθιερώθηκε, για πρώτη φορά, περίπου… … Dictionary of Greek